- συμμηρύομαι
- Ασυνυφαίνω, συνάπτω («τὴν πάντων πηγήν, ἀφ' -ἦς πάντα τὰ γινόμενα συμμηρύεται», Μάρκ. Αυρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μηρύομαι «υφαίνω, περιτυλίγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμήρυσις — ύσεως, ἡ, Α [συμμηρύομαι] σύνθεση … Dictionary of Greek
συμμηρυσμός — ὁ, Μ [συμμηρύομαι] συμμήρυσις* … Dictionary of Greek